- Δεξαμένη
- Δεξαμένηfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεξαμενῇ — δεξαμενή receptacle fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξαμενή — receptacle fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δεξαμένῃ — Δεξαμένη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξαμενή — Χτιστή αποθήκη, συχνά υπόγεια, όπου περισυλλέγεται και διατηρείται το βρόχινο νερό που προέρχεται από συλλεκτήριες επιφάνειες, όπως στέγες, πλακοστρωμένες αυλές κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως στους τόπους όπου η υδροληψία με άλλες μεθόδους είναι… … Dictionary of Greek
δεξαμενή — η 1. χώρος ειδικά κατασκευασμένος για την αποθήκευση συνήθως νερού, αλλά και άλλων υγρών, στέρνα. 2. ειδική τεχνική κατασκευή σε ναυπηγείο ή σε ναύσταθμο, όπου βάζουν τα πλοία για επισκευή, χαβούζα, πισίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεξαμένη — δέχομαι take aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) δείκνυμι bring to light aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξαμένῃ — δέχομαι take aor part mid fem dat sg (attic epic ionic) δείκνυμι bring to light aor part mid fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενυδρείο — Δεξαμενή ή σειρά δεξαμενών με ένα ή περισσότερα γυάλινα τοιχώματα, όπου διατηρούνται στη ζωή ζώα και υδρόβια φυτά για επιστημονικούς ή διακοσμητικούς σκοπούς. Φαίνεται ότι πρώτοι οι Κινέζοι κατασκεύασαν διακοσμητικά ε., ενώ στην Ευρώπη, μόλις τον … Dictionary of Greek
Δεξαμένηι — Δεξαμένῃ , Δεξαμένη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξαμένηι — δεξαμένῃ , δέχομαι take aor part mid fem dat sg (attic epic ionic) δεξαμένῃ , δείκνυμι bring to light aor part mid fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)